- κλεόνικον
- κλεόνικον, τό,A = κλινοπόδιον, Dsc.3.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλεόνικον — κλεόνικον, τὸ (Α) το φυτό κλινοπόδιον … Dictionary of Greek
κλεόνικον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεόνικον — Κλεόνικος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεονίκου — κλεόνικον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)